πόπολο

πόπολο
το
(λ. ιταλ.), λαός, όχλος, αλλ. πλεμπάγια, η.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πόπολο — το, Ν 1. λαός, πλήθος, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα 2. (ιστ.) οργανωμένη ομάδα που ανέπτυξε πολιτική δράση στο πλαίσιο τών ιταλικών πόλεων κρατών τού 13ου αιώνα, εκπροσωπούσε τα συμφέροντα τών αστών, τών εμπόρων και επιχειρηματιών, κυρίως τών… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρθία, Μανουέλ ντελ Πόπολο — (Manuel del Popolo Garcia, 1775 – 1832).Ισπανός συνθέτης και τραγουδιστής. Είχε ιδιαίτερη φήμη για τις σκηνικές εμφανίσεις του στο Παρίσι (1808). Τραγούδησε με μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη και ασχολήθηκε επίσης με τη …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ποπολάνοι — Ονομάζονταν έτσι οι οργανωμένοι σε συντεχνίες εμποροβιοτέχνες των μεσαιωνικών πόλεων της Β. και Κεντρικής Ιταλίας, την περίοδο από τον 12o ως τον 16o αι. Στα τέλη του 12ου αι. ήρθαν σε σύγκρουση με τους φεουδάρχες και κατόρθωσαν να καταλάβουν την …   Dictionary of Greek

  • Φοντάνα, Κάρλο — (Fontana, Μπροντσάτε, Ελβετία 1634 – Ρώμη 1714). Ιταλός αρχιτέκτονας. Η αρχιτεκτονική του μαρτυρά επίδραση των Μπερνίνι και Μπορομίνι, από την οποία δεν μπόρεσε, έως το τέλος του βίου του, να απαλλαγεί οριστικά, αν και πολλά έργα του τεχνοτροπίας …   Dictionary of Greek

  • Πιντουρίκιο Μπερναρντίνο ντι Μπέτο, ο επονομαζόμενος- — (Pinturicchio, Περούτζια 1454 – Σιένα 1513).Ιταλός ζωγράφος. Διαμορφώθηκε κοντά στον ζωγράφο Μπαρτολομέο Καποράλι, αλλά ο πραγματικός δάσκαλος του ήταν ο Περουτζίνο, μαζί με τον οποίο εργάστηκε ως βοηθός, από το 1481 έως το 1843, στη διακόσμηση… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Άσκολι Πιτσένο — (Ascolli Piceno). Πόλη (50.000 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού. Πρόκειται για την αρχαία πόλη Άσκολουμ (Ascolum), που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ρωμαϊκής ιστορίας από το 91 έως το 89 π.Χ., κατά τη διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Λιντ, Πέτερ — (Peter Van Lint, Αμβέρσα 1609 – 1690). Βέλγος ζωγράφος. Πήγε στην Ιταλία και ζωγράφισε στη Ρώμη, στην Παναγία του Λαού (Μαντόνα ντελ Πόπολο). Τα σπουδαιότερα έργα του βρίσκονται στον καθεδρικό ναό της Όστια. Όταν γύρισε στην πατρίδα του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”